- άκατος
- Μικρό ταχύπλοο σκάφος, με ή χωρίς κατάστρωμα, που χρησιμοποιείται στα πολεμικά πλοία για τη μεταφορά φορτίων ή ανθρώπων, όταν δεν είναι δυνατή η πρόσδεση των καραβιών στην αποβάθρα. Οι ά. κρεμιούνται με ειδικά ανυψωτικά μηχανήματα περιμετρικά, γύρω-γύρω στο κατάστρωμα. Παλαιότερα η κίνηση των ά. γινόταν με κουπιά ή με πανιά, σήμερα όμως γίνεται αποκλειστικά με μηχανές. Το μήκος τους μπορεί να φτάσει τα 15 μ. και μπορούν να μεταφέρουν άνετα περισσότερα από 120 άτομα.
Η λέξη ήταν σε χρήση και από τους αρχαίους Έλληνες (Ηρόδοτος Ζ’ 186, Ευριπίδης Εκάβη 446), όπου σήμαινε ελαφριά βάρκα.
* * *η (και σπάνια, ο) (Α ἄκατος)μικρό σκάφοςαρχ.1. ελαφρό πλοίο«ἐν τῇσι σιταγωγοῑσι ἀκάτοισι» (Ηρόδ. 7. 186)2. πλοίο γενικά«ποντοπόρους θοὰς ἀκάτους» (Ευρ. Εκ. 446)3. είδος ποτηριού.[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Αναπόδεικτη είναι η δυνατή ίσως σύνδεση τής λ. με τη ρίζα ἀκ- (πρβλ. ἀκή) < ΙΕ* ak- «οξύς, μυτερός». Πιθανή είναι ακόμη η σύνδεση τής λ. με τη γλώσσα τού Ησυχίου κητήνη«πλοῖον μέγα ὡς κῆτος». Πιθανότερο όμως φαίνεται ότι είναι δάνειο τής Ελληνικής, εφόσον μάλιστα πρόκειται για τεχνικό όρο].
Dictionary of Greek. 2013.